- ληθαργώ
- ληθαργῶ, -έω (AM) [λήθαργος (II)]λησμονώ, ξεχνώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ληθαργῶ — ληθαργέω forget pres subj act 1st sg (attic epic doric) ληθαργέω forget pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργῳ — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληθάργητος — ἀληθάργητος, ον (Α) [ληθαργῶ]αυτός που δεν πέφτει σε λήθαργο, άγρυπνος, ενεργητικός … Dictionary of Greek
ευληθάργητος — εὐληθάργητος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που ξεχνιέται εύκολα αρχ. αυτός που πέφτει εύκολα σε λήθαργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ληθαργώ (πρβλ. αληθάργητος)] … Dictionary of Greek